ατλαντικός

ατλαντικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στον Άτλαντα ή στον Aτλαντικό ωκεανό: Οι περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης είναι μέλη της λεγόμενης ατλαντικής συμμαχίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀτλαντικός — of Atlas masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατλαντικός — ή, ό (Α Ἀτλαντικός, ή, όν) [Άτλας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Άτλαντα νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο Ατλαντικός ο Ατλαντικός Ωκεανός, η θαλάσσια έκταση που απλώνεται ανάμεσα στις ηπειρωτικές μάζες της Ευρώπης και της Αφρικής (προς τα… …   Dictionary of Greek

  • Ατλαντικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (106.100.000 τ. χλμ.) ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αφρική και τη Βόρεια και Νότια Αμερική. Ανάμεσα στις ηπειρωτικές μάζες της Ευρώπης και της Αφρικής στα ανατολικά και στα δυτικά της Αμερικής απλώνεται η απέραντη θαλάσσια έκταση… …   Dictionary of Greek

  • γλαύκος ο ατλαντικός — (glaucus atlanticus). Γαστερόποδο μαλάκιο της τάξης των γυμνοβραγχίων. Διαδεδομένος στον Ατλαντικό, τυπικό είδος της θάλασσας των Σαργασσών, συναντάται και στη Μεσόγειο. Ζώο του πελάγους, κολυμπάει κάτω ακριβώς από την επιφάνεια του νερού και… …   Dictionary of Greek

  • Ἀτλαντικά — Ἀτλαντικός of Atlas neut nom/voc/acc pl Ἀτλαντικά̱ , Ἀτλαντικός of Atlas fem nom/voc/acc dual Ἀτλαντικά̱ , Ἀτλαντικός of Atlas fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀτλαντικῶν — Ἀτλαντικός of Atlas fem gen pl Ἀτλαντικός of Atlas masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀτλαντικόν — Ἀτλαντικός of Atlas masc acc sg Ἀτλαντικός of Atlas neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀτλαντικοῖς — Ἀτλαντικός of Atlas masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀτλαντικοῦ — Ἀτλαντικός of Atlas masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀτλαντικῆς — Ἀτλαντικός of Atlas fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”